Η οικονομική κρίση , η Ελληνική κοινωνία και η πρόταση της θεραπευτικής κοινότητας
Τον τελευταίο χρόνο, η Ελλάδα έχει μπεί στην περιδίνηση μιας εξαιρετικά δυσχερούς οικονομικής πραγματικότητας η οποία φαίνεται να έχει προκύψει ώς δυσάρεστο εξαγώγιμο προϊόν συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών και συλλογικών πρακτικών των τελευταίων δεκαετιών.
Δείκτες, οικονομικές αποδόσεις, spreads, ισοτιμίες, περικοπές και μειώσεις έχουν εισέλθει με τρόπο σχεδόν εκβιαστικό στην καθημερινότητα, ορίζοντας το κλίμα και υπαγορεύοντας την ψυχική διάθεση του καθένα μας. Ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα και ειδικότερα στη πρωτεύουσα, εύκολα μπορεί κανείς να διασθανθεί το συλλογικό «μούδιασμα» της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας η οποία τηρεί μια στάση στωικής αποδοχής για όσα έχουν συμβεί και ακόμα στωικότερης αναμονής για όσα πρόκειται να συμβούν τόσο στο εγγύς όσο και στο απώτερο μέλλον.
Η αντίδραση αυτή, εμπεριέχει, σπάνιο στοιχείο στην ιστοριογραφία των κοινωνικών κρίσεων, και το υποσυνείδητο συναίσθημα συν-ενοχής των πολιτών στη διαμορφούμενη ζοφερή οικονομική πραγματικότητα μέσα από την αποδοχή της θέσης ότι «φταίμε κι εμείς».
Και το στοιχείο αυτό γίνεται ακόμα εντυπωσιακότερο όταν άλλες συλλογικές κοινωνικές μνήμες έχουν καταφέρει γρήγορα να αποβάλλουν επιλεκτικά οποιοδήποτε αίσθημα συλλογικής ευθύνης σε δεινά που προκλήθηκαν από αυτούς ή σε αυτούς (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γερμανική συλλογική μνήμη και ιδιαίτερα το κομμάτι εκείνο που αφορά τις ευθύνες για την άνοδο και τη κυριαρχία του ναζισμού. Με το πέρασμα δεκαετιών η ευθύνη αποδόθηκε αποκλειστικά στους οπαδούς του ναζισμού και όχι στη συντριπτική πλειοψηφία της γερμανικής κοινωνίας όπως έχει ιστορικά τεκμηριωθεί)
Τα κυριότερα μέσα ενημέρωσης, σε πολλές περιπτώσεις όχι ανιδιοτελώς αλλά σαφέστατα ορμώμενες απο πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες, καλλίεργησαν και συντηρούν το κλίμα απαισιοδοξίας και συλλογικής ενοχοποίησης.
Είναι δεδομένο ότι σε συνθήκες κρίσης η συνοχή του κοινωνικού ιστού τίθεται σε αμφισβήτιση και πάντως σε δοκιμασία. Αξίες που διετήρησαν την κοινωνική συνεκτικότηα, παραμερίζονται, αναθεωρούνται και αντικαθίστανται απο νέες οι οποίες εξυπηρετούν τον κυρίαρχο στόχο όπως αυτός αναδεικνύεται σε επείγουσες καταστάσεις: αυτόν της επιβίωσης. Καλούμαστε να επιβιώσουμε και όχι πλέον να ζήσουμε δημιουργικά και να αναπτυχθούμε ως κοινωνικά όντα αλλά και ώς ατομικές προσωπικότητες. Το δίλημμα που η σύγχρονη συγκυρία της κρίσης επιτάσσει διαγράφεται ολοένα και πιο ευδιάκριτο: η ελληνική κοινωνία έχει να διαλέξει αν θα υιοθετήσει μοιρολατρικά την μια ψυχοπαθολογία της κρίσης ή θα ασπαστεί την δυναμική θεώρηση της κατάσταση κρίσης ώς προοπτική και ευκαιρία. Η κατάσταση αυτή βέβαια είναι εξαιρετικά ρευστή, τα δεδομένα αλλάζουν με κινηματογραφικές ταχύτητες, όμως προς το παρόν, τρίτη επιλογή δεν φαίνεται να υπάρχει μέχρι στιγμής διαθέσιμη.
Και η χρήση ναρκωτικών? Είναι δεδομένο ότι σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η επιδημιολογία της χρήσης των ναρκωτικών ουσιών, παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Οι ικανές και αναγκαίες κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη του φαινομένου όπως η ανέχεια η ανεργία οι κοινωνικές ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός διογκώνονται. Η χρήση ουσιών έτσι γίνεται ένα μέσο φυγής από την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Οι υπηρεσίες απεξάρτησης,, θα κληθούν, όντας σε κατάσταση μειώσεων και περικοπών σε έμψυχους και άψυχους πόρους, να ανταπεξέλθουν σε ιδιαίτερα αυξημένο «φόρτο εργασίας» που πλέον θα αφορά ανθρώπους που εκτός απο το πρόβλημα της εξάρτησης θα αντιμετωπίζουν πιθανότατα και πρόβλημα επιβίωσης. Ανάλογο δίπολο με αυτό που περιγράφηκε αμέσως προηγούμενα για την συνολική κοινωνία (μοιρολατρική αποδοχή ή δυναμική δράση) θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και οι θεραπευτικές υπηρεσίες.
Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία των θεραπευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα, αποκρυσταλλώνει 2 μεγάλες ιστορικές στιγμές. Τη φάση της ανάπτυξης των πρώτων ολοκληρωμένων θεραπευτικών προγραμμάτων, με έντονο κινηματικό χαρακτήρα με ουσιαστική κοινωνική, οικολογική και πολιτική σε πολλές περιπτώσεις παρέμβαση και παρουσία στα κοινά σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, και την φάση της ωρίμανσης, όπου τα θεραπευτικά συστήματα γίνονται επαγγελματικά αρτιότερα και οργανώνουν τις υπηρεσίες τους ακολουθώντας τα σύγχρονα πρότυπα ποιότητας στη θεραπεία. Η φάση αυτή η οποία φτάνει ώς τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται και απο ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Την εσωστρέφεια. Πάντα με κυρίαρχο κριτήριο τη φροντίδα για τα μέλη και την θεραπευτική τους προσπάθεια, οι θεραπευτικές κοινότητες κλείστηκαν υπέρ του δέοντος στον εαυτό τους περιχαρακώνοντας την περιοχή τους με τρόπο υπέρ-προστατευτικό θέλοντας να υπερτονίσουν, την διαφοροποίηση της πρότασης της θεραπευτικής κοινότητας από τις αξίες και τον τρόπο ζωής που επικρατούσε μέχρι τώρα στις ζωές των υπό θεραπεία μελών. Ένας εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει ότι η δομή και ο τρόπος οργάνωσης της θεραπευτικής κοινότητα στηρίζονταν στην συνεργασία στον αλληλοσεβασμό στην ομαδική προσπάθεια και στις ειλικρινείς σχέσεις. Τα υπό θεραπεία μέλη παράλληλα με την θεραπευτική τους προσπάθεια μάθαιναν να φροντίζουν για την κοινοτική τους συμβίωση και να αισθάνονται τμήμα αυτού του οργανωμένου συνόλου. Όμως, τα μέλη που ολοκλήρωναν τη κύρια θεραπευτική φάση και αποχωρίζονταν το προστατευμένο και ασφαλές περιβάλλον του «σπιτιού» (συμβολικά και κυριολεκτικά) της θεραπευτικής κοινότητας , συνειδητοποιούσαν, αρκετές φορές με οδυνηρό τρόπο ότι η κοινωνική πραγματικότητα ξεκινά όταν κλείνουν οι πόρτες ασφαλείας της θεραπείας. Πολλές υποτροπές είχαν στη βάση της αιτιολογίας τους ακριβώς αυτή τη σύγκρουση των δύο διαφορετικών κόσμων: του ιδεατού της θεραπευτικής κοινότητας και του ρεαλιστικού όπου οι περισσότερες αξίες που επικρατούν διαφέρουν ριζικά από αυτές που είχαν μέχρι τώρα «διδαχθεί» και αφομοιώσει.
Η εσωστρέφεια των θεραπευτικών συστημάτων δεν είχε επιπτώσεις μόνο στους άμεσους αποδέκτες των υπηρεσιών τους αλλά και στα ίδια τα συστήματα. Όντας σε μια κατάσταση περιχαράκωσης με λίγες και αποσπασματικές ενέργειες σύνδεσης με την τοπική και την ευρύτερη κοινότητα, αποτυπώνονταν στη συλλογική κοινωνική συνείδηση ως «ιδρύματα», «άσυλα» και σε κάποιες (όχι λίγες) περιπτώσεις αντιμετωπίζονταν ως πόλοι υποβάθμισης της γειτονιάς και έντασης του προβλήματος στην περιοχή.
Και φτάνουμε στη σημερινή εποχή της κρίσης. Μιας κρίσης που είναι πιθανό να οδηγήσει και σε μια σοβαρή κρίση αξιών. Είναι μια ευκαιρία για την ελληνική κοινωνία περισσότερο, και όχι τόσο για το ελληνικό οικονομικό-πολιτικό σύστημα να θέσει νέες βάσεις νέες αρχές και νέα πρότυπα.
Ποια ακριβώς είναι η ευκαιρία εδώ για τη θεραπευτική πρόταση απεξάρτησης? Αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από μια «σταυροφορία» δημοσιοποίησης και εμποτισμού του κοινωνικού συνόλου με τις αξίες που είναι κυρίαρχες στο μοντέλο της θεραπευτικής κοινότητας. Σε μια κοινωνία που θα έχει την ανάγκη να οικοδομηθεί περίπου από την αρχή αξίες όπως ο σεβασμός στην ατομικότητα, στην διαφορετικότητα, το ενδιαφέρον για τον δίπλα αλλά και για το περιβάλλον στο οποίο κανείς ζει και αναπτύσσεται, η συλλογική δράση, αποτελούν πολύτιμα εργαλεία για μια κοινωνία σε αναζήτηση πυξίδας για την εξέλιξή της. Η διάχυση αυτών των αποδεδειγμένα σημαντικών αξιών από τη θεραπευτική στην κοινωνική πραγματικότητα, μπορεί να γίνει μόνο με μια απαραίτητη προϋπόθεση. Το βλέμμα προς τα έξω. Σήμερα περισσότερο από ποτέ, τα θεραπευτικά συστήματα, απαιτείται να ευαισθητοποιηθούν και να ευαισθητοποιήσουν τα μέλη στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Παράλληλα με τη θεραπευτική προσπάθεια τα μέλη, από τις πρώτες μέρες ήδη της κύριας φάσης θεραπείας, θα πρέπει να κατευθύνονται στην κοινωνική ενεργοποίηση. Μια κοινωνική ενεργοποίηση που σημαίνει την καλλιέργεια του τρόπου σκέψης και ενέργειας που ο ατομοκεντρικός και ηδονιστικός χαρακτήρας της χρήσης είχε καταργήσει. Μια κοινωνική ενεργοποίηση που σημαίνει συμμετοχή και παρέμβαση, θέση και άποψη για όλα τα θέματα που απασχολούν τη σημερινή Ελληνική πραγματικότητα. Μια κοινωνική ενεργοποίηση που θα δώσει το στίγμα ανθρώπων που είναι ενεργοί «πρεσβευτές» μιας νέας κοινωνικής αντίληψης μιας νέας πρότασης για κοινωνική συμβίωση εμποτισμένη με νέες αξίες και νέες θεωρήσεις. Τα πεδία δράσης αναρίθμητα: Ανεργία, ρατσισμός, φτώχεια, υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι μόνο κάποια από αυτά στα οποία οι αξίες της θεραπείας μπορούν να αποτελέσουν εργαλεία κοινωνικής δράσης. Καταλήγοντας, ακόμα και αυτή η προϋπόθεση το να στρέψει η θεραπεία το βλέμμα προς τα έξω, απαιτεί και η ίδια μια απαραίτητη συνθήκη. Την υπέρβαση προσωπικών και επαγγελματικών νοοτροπιών, προσωπικών και επαγγελματικών αγκυλώσεων, και , ακόμα πιο σημαντικό, την αλλαγή της θεώρησης του μέλους-αποδέκτη υπηρεσιών από απλό θεραπευόμενο σε θεραπευόμενο που ταυτόχρονα διαμορφώνεται και ως ενεργός πολίτης. Απαιτείται, με άλλα λόγια, η εφαρμογή της πιο απλής αλλά και πιο θεμελιώδους αρχής στη ψυχοθεραπεία. Οποιαδήποτε αλλαγή θέλουμε να προκαλέσουμε σε άλλον θα πρέπει ήδη να έχει ξεκινήσει από εμάς.