Το Μέλλον του Συνδικαλιστικού Κινήματος- του Αλέξη Μητρόπουλου
«Δεν πρόκειται γι’ αυτό που ο ένας ή ο άλλος προλετάριος ή ακόμα κι ολόκληρο το προλεταριάτο φαντάζεται κάποια στιγμή σαν σκοπό. Πρόκειται γι’ αυτό που είναι το προλετάριο και γι’ αυτό που, σύμφωνα με το είναι του, είναι ιστορικά εξαναγκασμένο να κάνει» (Κ. Μαρξ, Φρ. Ένγκελς: Η Αγία Οικογένεια).
4. Το ζήτημα της αυτονομίας των συνδικάτων. Σχέση συνδικάτου κόμματος.
4.1. Η έννοια της αυτονομίας.
Το ζήτημα της αυτονομίας του Συνδικαλιστικού Κινήματος, του να οργανώνεται δηλαδή αυτό και να δρα ανεξάρτητα, σύμφωνα με τους δικούς του νόμους και προσανατολισμούς (οικονομικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς) τέθηκε αρκετές φορές και σε διάφορες ιστορικές συγκυρίες, στα πλαίσια του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν τα πρώτα συνδικάτα άρχισαν να δημιουργούνται κατ’ αρχήν στην Αγγλία και ύστερα στις άλλες χώρες, το ζήτημα της αυτόνομης λειτουργίας και δράσης των οικονομικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, σε σχέση με τις οργανώσεις των εργοδοτών (της αστικής τάξης) από τη μια μεριά και το κράτος από την άλλη, τέθηκε και άμεσα αντιμετωπίσθηκε: οι οικονομικές οργανώσεις της εργατικής τάξης (συνδικάτα) είναι οργανώσεις οργανωτικά, λειτουργικά και ιδεολογικοπολιτικά, δηλαδή καθολικά, ανεξάρτητες από τις οργανώσεις της αστικής τάξης, συμπεριλαμβανόμενου και του ίδιου αστικού κράτους.
Αργότερα με την εμφάνιση των πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης (πολιτικών κομμάτων) το ζήτημα της αυτονομίας των οικονομικών από τις πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, των συνδικάτων από τα πολιτικά κόμματα, επαναπασχόλησε τη θεωρία και την πρακτική του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Έτσι από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι σήμερα το ζήτημα της σχέσης του συνδικάτου με το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης ήταν και παραμένει ένα από τα πιο σοβαρά αλλά ταυτόχρονα και πιο «λεπτά» και «ακανθώδη» ζητήματα της θεωρίας και της πρακτικής τον εργατικού κινήματος.
Μελετώντας την ιστορία των κοινωνικών αγώνων στην Ευρώπη μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το ζήτημα της αυτονομίας των συνδικάτων από τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης, αναπτύχθηκε έντονα σε περιόδους σημαντικών διεργασιών στο εσωτερικό των ίδιων των εργατικών πολιτικών κομμάτων. Γιατί το ζήτημα αυτό τις περισσότερες φορές συνέπεσε με θεαματικούς ιδεολογικοπολιτικούς αναπροσανατολισμούς των εργατικών πολιτικών κομμάτων, με την άσκηση απ’ αυτά συντηρητικής (ρεφορμιστικής) πολιτικής, ή τέλος με συγκρούσεις στην κορυφή των δύο οργανώσεων εκφράσεων του εργατικού κινήματος.
Ιδιαίτερα το ζήτημα της αυτονομίας των συνδικάτων αναπτύχθηκε στις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, σαν άμεση αντίδραση των πιο ριζοσπαστικών τμημάτων του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος απέναντι στους ιδεολογικοπολιτικούς αναπροσανατολισμούς και υποχωρήσεις, που συντελέσθηκαν στους κόλπους των κομμάτων της Δεύτερης αλλά και της Τρίτης Διεθνούς, καθώς επίσης και σαν άρνηση των τμημάτων αυτών να συνεργήσουν στη συντηρητική στροφή, που προσπάθησε να τους επιβάλλει η σοσιαλδημοκρατία, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση ή συνέπραξε, με συντηρητικά κόμματα, σε συμμαχικές κυβερνήσεις.
Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκαν τα σημαντικότερα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα κι έδρασαν τα σπουδαιότερα κινήματα, που πίστευαν και δρούσαν με στόχο την απόλυτη αυτονόμηση των συνδικάτων από τα πολιτικά κόμματα. Τα πιο σημαντικά κινήματα ήσαν: το Κίνημα του «Συνδικαλισμού»30 (Trade Unionism, στην κυριολεξία, «Το Συνδικαλίστικο Κίνημα» κατά το «Οικονομίστικα» κλπ.), το Κίνημα του «Βιομηχανικού Ουνιονισμού»31 (Industrial Unionism), το Κίνημα του «Αναρχοσυνδικαλισμού»32 ή «Επαναστατικού Συνδικαλισμού» (Anarchosyndicalism) και ο «Γκιλντσοσιαλισμός33 ή Σοσιαλισμός των Συντεχνιών» (Guild Socialism) κ.ά.
Το «Συνδικαλίστικο Κίνημα» αναπτύχθηκε κύρια στη Γαλλία, Ιταλία και την Ισπανία. Στη Γαλλία το ρεύμα αυτό, στις αρχές του αιώνα μας, κατόρθωσε να εξασφαλίσει απόλυτο έλεγχο στη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας. Δική του πρωτοβουλία και νίκη υπήρξε η έκδοση του γνωστού Χάρτη της Αμιένης, (Βλέπε για κείμενο: «Η Συνδικαλιστική Ελευθερία. Διεθνές Γραφείον Εργασίας». Μετάφρασις Ανδρέα Κυριακόπουλου, Αθήναι, 1965, σελ. 108-109), που υιοθετήθηκε στο Συνέδριό της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας της Γαλλίας στην Αμιένη το 1906, και τάσσεται υπέρ της απόλυτης ανεξαρτησίας του συνδικαλιστικού κινήματος.
Στη Μ. Βρετανία το κίνημα αυτό εμφανίζεται πριν την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Είχε σαφώς πιο διαλλακτική θέση απέναντι στο πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης. Στην Ισπανία και την Ιταλία το κίνημα αυτό έδρασε κάτω από την επιρροή του Αναρχισμού. Στις ΗΠΑ αναπτύχθηκε κάτω από την άμεση επίδραση του γαλλικού συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά στην ιστορία του βορειοαμερικανικού εργατικού κινήματος αναφέρεται σαν ξεχωριστό κίνημα με την ονομασία Βιομηχανικός Ουνιονισμός (INDUSTRIAL UNIONISM). Οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι τον κινήματος αυτού ήσαν οι: Ζ. Σορέλ, Αρθ. Λαμπριόλα, Εντμ. Μπερθ, Πωλ Λουί, Τ. Μαν, κ.ά.
Το κοινό γνώρισμα των ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων και κινημάτων αυτών ήταν ότι απέρριπταν την αναγκαιότητα της πολιτικής πάλης, τον καθοδηγητικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων της εργατικής τάξης και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Επίσης πίστευαν ότι, επειδή η λειτουργία και δράση των εργατικών πολιτικών κομμάτων αναπότρεπτα οδηγεί στον ταξικό συμβιβασμό (συνεργασία) και στην άμβλυνση της ταξικής αντιπαλότητας (διάθεσης, συνείδησης), πρέπει η εργατική τάξη αποκλειστικά να προσανατολιστεί στο συνδικάτο, σαν όργανο ταξικής πάλης. Γι αυτό θεωρούσαν το συνδικάτο ως τη βάση (κύτταρο), ολόκληρης της σημερινής και μελλοντικής κοινωνικής δομής.
Όλα τα παραπάνω κινήματα αλλά και άλλα, λιγότερο σημαντικά, που έδρασαν αμέσως μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο δεν διαδραμάτισαν όπως ήταν φυσικό κανένα σημαντικό ρόλο στη δράση του εργατικού κινήματος και σύντομα περιθωριοποιήθηκαν ή εξαφανίστηκαν.
4.2. Ο μαρξισμός για την αυτονομία των συνδικάτων.
Στα πλαίσια της επαναστατικής θεωρίας και κοινωνικής πρακτικής ζήτημα αυτονομίας των συνδικάτων από τα εργατικά πολιτικά κόμματα ούτε υπήρξε ούτε ποτέ αναπτύχθηκε σοβαρά. Για το μαρξισμό και των τεσσάρων Διεθνών ζήτημα αυτονομίας του συνδικαλιστικού κινήματος δεν υπάρχει. Το αίτημα για αυτονόμηση του συνδικάτου από το εργατικό πολιτικό κόμμα το θεωρεί αίτημα «τεχνητό». Γι αυτόν πρωταρχική σημασία έχει το ζήτημα της αυτονομίας των οικονομικών και πολιτικών οργανώσεων του προλεταριάτου «μια και η χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι δική της υπόθεση»34. Η αυτόνομη συνεπώς δράση του προλεταριάτου είναι αυτή «που πρέπει να περιφρουρηθεί μ’ οποιοδήποτε τίμημα»35.
Τόσο οι κλασικοί τον μαρξισμού (Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν), όσο και οι άλλοι θεωρητικοί του εργατικού κινήματος (Γκράμσι, Λούξεμπουργκ, Τρότσκι, Μπουχάριν, κ.ά.), απέρριψαν την εκδοχή της αυτόνομης λειτουργίας και δράσης του συνδικάτου και ξεκαθάρισαν τη σχέση του απέναντι στο πολιτικό κόμμα. Ενώ απέρριψαν την αυτονομία του, αυτοί τάχθηκαν υπέρ της αυτοτέλειας του, δηλαδή υπέρ του να μπορεί τούτο να οργανώνεται και να δρα στα πλαίσια των μερικότερων στόχων, που έχει θέσει για την εξυπηρέτηση κύρια των οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων. Ειδικότερα: για τους Μαρξ και Ένγκελς, όπως αναπτύξαμε και στο πρώτο μέρος του άρθρου, το συνδικάτο είναι η κοινωνικοοικονομική οργάνωση της εργατικής τάξης για καλύτερο μεροκάματο. Το εργατικό κόμμα είναι γι’ αυτούς η οργάνωση που μοναδικά μπορεί να ενώνει την εργατική τάξη σαν τάξη, με σκοπό να πάρει την εξουσία, κάτι που δεν μπορεί να κάνει το συνδικάτο. Τα συνδικάτα δε χτυπούν το σύστημα της μισθωτής εργασίας, κάτι που μπορεί να κάνει μόνο το κόμμα.
Είναι αναμφισβήτητο λοιπόν ότι ο Μαρξ και Ένγκελς δίνανε πρωταρχική σημασία στην πάλη για την πολιτική εξουσία. Την πάλη αυτή η εργατική τάξη μπορεί αποτελεσματικά να διεξάγει μόνο όταν είναι οργανωμένη σε πολιτικό («προλεταριακό») κόμμα. Κατά συνέπεια «δεν υπάρχει πραγματική χειραφέτηση για την εργατική τάξη, όσο δεν έχει στην κατοχή της, όλα τα μέσα εργασίας – γη, πρώτες ύλες, μηχανές, κλπ. – και συνεπώς την κατοχή του προϊόντος της εργασίας της»36.
Για τον Λένιν η εργατική τάξη μόνο με τη βοήθεια του μαρξιστικού κόμματος, που εισάγει τη σοσιαλιστική ιδεολογία στο κίνημα των μαζών, μπορεί να οικοδομήσει τη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. Γι αυτόν η καθοδήγηση των συνδικάτων από το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελεί αντικειμενική ανάγκη. Τα συνδικάτα μόνο κάτω και μέσα από την ιδεολογική και πολιτική καθοδήγηση του Κόμματος θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Εργατικού Κινήματος. Τέλος, ο Λένιν επιτέθηκε σ’ όσους υπεστήριξαν την «ουδετερότητα»37 των συνδικάτων.
Για τον Αντόνιο Γκράμσι το κόμμα είναι «η ανώτερη ιεραρχία του ακαταμάχητου κινήματος των μαζών». Κεντρικός πυρήνας ολόκληρης της θεωρίας του Γκράμσι είναι ότι η ταξική πάλη δεν μπορεί να έχει άλλο στόχο για την εργατική τάξη από το να κατακτήσει την πολιτική εξουσία (το κράτος). Επιτέθηκε μάλιστα αυστηρά σ’ όσους συνδικαλιστές πρόβαλλαν το σύνθημα της αυτονομίας των συνδικάτων από το πολιτικό κόμμα. Γι αυτόν η συνδικαλιστική δράση αποκαλύπτεται «απόλυτα ανίκανη» να ξεπεράσει με την εξουσία της και τα μέσα της την καπιταλιστική κοινωνία και να οδηγήσει το προλεταριάτο στη χειραφέτηση του.
Και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του εργατικού κινήματος, ασχολήθηκε σοβαρά με το ζήτημα της φύσης και του ρόλου των συνδικάτων. Το αίτημα για την πλήρη αυτονομία των δύο οργανωτικών εκφράσεων του εργατικού. κινήματος, του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και του συνδικάτου το χαρακτήρισε σαν «ψεύτικη πραγματικότητα». Ο διαχωρισμός αυτός ανάμεσα στον πολιτικό και τον οικονομικό αγώνα της εργατικής τάξης, όπως υποστήριξε, δεν είναι παρά «ένα τεχνητό, αν και ιστορικά εξαρτημένο, προϊόν της κοινοβουλευτικής περιόδου»39.
Για την Λούξεμπουργκ δεν υπάρχουν δύο διαφορετικοί ταξικοί αγώνες της εργατικής τάξης, ένας οικονομικός και ένας πολιτικός, αλλά μόνο ένας, ενιαίος ταξικός αγώνας. Αντίθετα υπάρχουν δύο στάδια του αγώνα χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Για την Ρόζα Λούξεμπουργκ, λοιπόν, η σχέση συνδικάτου και πολιτικού κόμματος είναι σχέση, «μέρους προς το σύνολο». Ο δε χωρισμός συνδικάτου από το κόμμα σημαίνει «αυτοκτονία»41.
Τέλος, σε σχέση με το ζήτημα της «ουδετερότητας» των συνδικάτων η Λούξεμπουργκ υποστήριξε ότι δεν μπορεί μια οργάνωση της εργατικής τάξης να διατηρεί χαρακτήρα ουδετερότητας42.
Για τον Λέοντα Τρότσκι «ανεξάρτητα συνδικάτα δεν υπάρχουν πουθενά. Δεν έχουν ποτέ υπάρξει. Και η πείρα και η θεωρία λένε ότι δεν θα υπάρξουν ποτέ»43. Για τον Τρότσκι η αυτονομία των συνδικάτων είναι ξένη με τις ιδέες και τα αισθήματα του προλεταριάτου σαν τάξης. Γι αυτό «το προλεταριάτο δε χρειάζεται την Αυτονομία των Συνδικάτων, αλλά μια σωστή ηγεσία»44.
4.3. Αυτονομία των συνδικάτων: αίτημα χωρίς πρακτική σημασία.
Απ’ όσα παραπάνω αναπτύξαμε άμεσα συνάγεται ότι στα πλαίσια της επαναστατικής θεωρίας και πράξης ζήτημα αυτονομίας των συνδικάτων από τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης ποτέ δεν τέθηκε σοβαρά. Για το μαρξισμό προτεραιότητα ανέκαθεν είχε η πολιτική (γενική) πάλη της εργατικής τάξης, η μόνη που μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας και παραπέρα στην απελευθέρωση του ανθρώπου από την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση.
Μήπως η κατάσταση άλλαξε στις μέρες μας; Μήπως στα πλαίσια των νέων κοινωνικοοικονομικών δεδομένων επιβάλλεται να τεθεί το ζήτημα από την αρχή και σε νέα βάση; Ή διαφορετικά: Έχει γενικά πρακτική σημασία σήμερα το αίτημα που προβάλλεται από ορισμένες (τον τελευταίο καιρό πράγματι από ελάχιστες) συνδικαλιστικές παρατάξεις για αυτονόμηση των συνδικάτων από τα πολιτικά κόμματα; Ακόμη πιο ειδικά: είναι το ζητούμενο σήμερα άραγε η επεξεργασία μιας θεωρίας για την αυτονομία τον συνδικαλιστικού κινήματος; Είναι το ζητούμενο στη σημερινή συγκυρία (εθνική διεθνική) μια νέα κοινωνική πρακτική αυτονόμησης τον συνδικαλιστικού κινήματος απ’ τα πολιτικά κόμματα; Συμφέρει την εργατική τάξη, στις σημερινές συνθήκες ανάπτυξης του «τεχνολογικού καπιταλισμού», που έχει εξασφαλίσει ξεκάθαρο προβάδισμα απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας, να θέτει το ζήτημα της αυτονομίας της από το πολιτικό κόμμα; Μπορεί το συνδικάτο να αποκτήσει αυτόνομο πολιτικό λόγο υποκαθιστώντας το πολιτικό κόμμα στον αγώνα για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και μελλοντικά για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού; Μπορεί το συνδικάτο από τη φύση και τη θέση του να θέσει γενικά ζήτημα πολιτικής εξουσίας και στρατηγικής μετασχηματισμού της κοινωνίας Εντελώς εισαγωγικά μπορούμε μόνο να πούμε ότι: αν ο στόχος της εργατικής τάξης είναι και παραμένει η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και στη συνέχεια η οικοδόμηση του σοσιαλισμού με κοινωνικοποίηση (της πολιτικής εξουσίας και της ιδιοκτησίας) και αυτοδιαχείριση, τότε το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι η αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο ικανό να φέρει σε πέρας τον αγώνα αυτό. Το ζητούμενο συνεπώς είναι μια εναλλακτική πολιτική («ηγεμονική»), καθοδήγηση της εργατικής τάξης. Αλλά επ’ αυτού θα επανέλθουμε πιο κάτω.
Έτσι η συζήτηση για την αυτονομία του οικονομικού (συνδικαλιστικού) από το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης ξαναφέρνει αναγκαστικά στην επικαιρότητα το ζήτημα της φύσης, του ρόλου και της λειτουργίας των παραδοσιακών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Ή διαφορετικά: δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την αναγκαιότητα και το βαθμό της αυτονομίας των συνδικάτων από τα πολιτικά κόμματα, αν προηγούμενα δεν δούμε ποια είναι πραγματικά η κατάσταση που επικρατεί σήμερα μέσα στα ίδια τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς. Ποια είναι η φύση και ο πραγματικός ρόλος τους σήμερα. Αν δηλαδή δεν εξετάσουμε πριν τίνος συνδικάτου ζητάμε σε τελική ανάλυση την αυτονομία και τίνος πολιτικού κόμματος απαιτούμε τη μη παρέμβαση ή μη επέμβαση στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των συνδικάτων.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση λοιπόν, όλων όσων ασχολούνται με τη μελέτη των σύγχρονων πολιτικών φαινομένων, ότι οι παραδοσιακές οργανώσεις της εργατικής τάξης βρίσκονται σε βαθιά κρίση. Όπως και εισαγωγικά είχαμε παρατηρήσει η κρίση αυτή είναι και μεγάλη και βαθιά. Δεν έχει να κάνει δηλαδή μόνο με ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας των οργανώσεων αυτών. Ούτε βέβαια είναι συγκυριακή η αδυναμία τους να παρέμβουν για να προστατεύσουν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των εργαζομένων. Διέρχονται κρίση ταυτότητας και θεωρίας, τακτικής και στρατηγικής. Κρίση καθολική.
4.4. Αυτονομία με ποιο συνδικάτο και ποιο πολιτικό κόμμα;
Ο εκφυλισμός και η γραφειοκρατικοποίηση του παραδοσιακού εργατικού κινήματος.
Πραγματικά, εκτιμώντας αντικειμενικά την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στην Ευρώπη, διαπιστώνουμε ότι τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα της Αριστεράς δεν διαδραματίζουν κανένα απολύτως ουσιαστικό ρόλο σε ζητήματα οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής. Αδυνατούν γενικά να παρέμβουν για να προστατεύσουν κεκτημένα δικαιώματα κι ελευθερίες ή να προωθήσουν νέες διεκδικήσεις και αιτήματα. Βρίσκονται σε συνεχή υποχώρηση. Μπαίνουν ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο. Η όλο και μεγαλύτερη αυτή αδυναμία του παραδοσιακού εργατικού κινήματος να παρέμβει υπέρ των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, της κοινωνίας γενικά, οφείλεται βέβαια πρώτα και κύρια σε λόγους που αφορούν τις ιδέες, τις οργανώσεις της Αριστεράς. Οφείλεται όμως και σε λόγους που έχουν να κάνουν με το ίδιο το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, στα πλαίσια του οποίου οργανώνονται και δρουν οι παραπάνω οργανώσεις. Οι λόγοι αυτοί δηλαδή αφορούν τη φύση, τη λειτουργία και την «αφομοιωτική» δύναμη του ίδιου του «κρατικομονοπωλιακού» καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού γενικότερα.
Είναι αναμφισβήτητη αλήθεια πια ότι ο υπερεθνικός καπιταλισμός ολοένα και περισσότερο ενισχύει τη θέση του και τις μορφές της κυριαρχίας του. Σ’ αυτό δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Και τούτο ανεξάρτητα από ορισμένες «λειτουργικές» αδυναμίες ή επιμέρους κρίσεις, γενικής ή τοπικής σημασίας, μεγάλης ή μικρής χρονικής έκτασης, που εκδηλώνονται στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Έτσι, με μια πρώτη ματιά ένας σοβαρός κι αντικειμενικός μελετητής της σημερινής κατάστασης εύκολα μπορεί να φτάσει στο συμπέρασμα ότι το «παιχνίδι είναι ήδη χαμένο», ότι «ο αγώνας είναι μάταιος» ή ότι «η πλήρης καθυπόταξη των εργαζομένων και ανέργων μαζών στο υπερεθνικό κεφάλαιο είναι πια ζήτημα χρόνου».
Άσχετα από τις παραπάνω απαισιόδοξες, όχι όμως και εξωπραγματικές διαπιστώσεις, αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός και ιμπεριαλισμός σίγουρα δεν ζουν σήμερα την «επιθανάτια αγωνία τους», όπως είχε διαγνώσει και διακηρύξει η Ευρωπαϊκή Αριστερά πριν και αμέσως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Χωρίς αμφιβολία η τεχνολογική επανάσταση υπήρξε, πριν μερικά χρόνια, ο νέος μεγάλος και μοναδικός δρόμος (μονόδρομος) στον οποίο ο υπερεθνικός καπιταλισμός είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για μια νέα, πιο αποτελεσματική, παγκόσμια συσσώρευση. Οι παραγωγικές επενδύσεις με την κλασική τους έννοια και την «ισομερή» δράση των συντελεστών της παραγωγής έχουν τερματίσει σχεδόν το δρόμο τους. Η ταχύτητα στην έρευνα, προς την κατεύθυνση της ανεύρεσης νέων παραγωγικών πηγών, η αξιοποίηση των «ρωγμών» του διεθνούς εμπορίου και η δημιουργία κρίσεων στην παγκόσμια αγορά, ο ανταγωνισμός κι η κλιμάκωση των εξοπλισμών σαν μέσο, όλο και πιο αποτελεσματικής επιβολής χρηματοπιστωτικών και νομισματικών κανόνων, υπήρξαν τα σύγχρονα πεδία δράσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Η επιστημονική και τεχνολογική γνώση του ανθρώπου, συσσωρευμένη προσπάθεια πολλών γενεών με την εκμετάλλευση της εργατικής διανοητικής δύναμης, δεν αποτελεί μέσο απελευθέρωσης και ευημερίας του ανθρώπου – όπως σε μια κοινωνία που χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με την ελάχιστη δυνατή (αναγκαία) εργασία επιτυγχάνεται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα – γιατί αποτελεί την πρόταση του κεφαλαίου για αύξηση της παραγωγικότητας και συσσώρευση και γιατί η εργατική τάξη βρίσκεται απροετοίμαστη ν’ αντιμετωπίσει τη νέα πρόκληση.
Ακόμη και στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όπου τουλάχιστον κατ’ όνομα η εργατική τάξη κυριαρχεί με τη δημιουργία του «παλλαϊκού» κράτους, αρχίζει ν’ αναπτύσσεται ισχυρό κύμα αναζήτησης νέων τεχνολογικών μεθόδων και αναδιοργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας από τις προηγμένες τεχνολογικά χώρες της Δύσης. Χωρίς τούτο να θεωρηθεί κατακριτέα από της σκοπιά της «σοσιαλιστικής ορθοδοξίας» πράξη, στα πλαίσια του «χωρίς σύνορα» διεθνούς εμπορίου ή χωρίς να αναζητηθούν οπωσδήποτε αρνητικές συνέπειες και επιπτώσεις για τη θέση του εργαζόμενου λαού, ανάλογες των δυτικών χωρών, δεν μπορεί ο μελετητής να μην σημειώσει ότι οι συναλλαγές αυτές με τις πολυεθνικές εταιρίες προηγμένης τεχνολογίας και οι μαζικές παραγγελίες σύγχρονου τεχνολογικού υλικού και KNOW HOW κάθε άλλο παρά συντελούν στη μείωση της δράσης και της επέκτασης (κυριαρχίας) του πολυεθνικού κεφαλαίου.
Όπως καταλαβαίνει κανείς βρισκόμαστε στην έναρξη μιας περιόδου που θα φέρει κοσμογονία στον χώρο της εργασίας. Αλλαγές ποιοτικού χαρακτήρα συντελούνται στα μέσα εργασίας (τεχνική) και στην τεχνολογία, με κυρίαρχο στοιχείο την πλήρη αυτοματοποίηση, που στηρίζεται στην κυβερνητική και την πληροφορική. Το κομπιούτερ γίνεται η πρώτη παραγωγική δύναμη, με συνέπεια να περιορισθεί ακόμη πιο πολύ η συμβολή της ανθρώπινης εργατικής δύναμης στην ανάπτυξη. Αυξάνει το ειδικό βάρος της διανόησης στην παραγωγή και την οργάνωση διεύθυνση της εργασίας σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Κύριο χαρακτηριστικό όλης της διαδικασίας είναι η υποκατάσταση της εργατικής δύναμης με την αυτοματοποίηση και την κατάργηση όχι μόνο χειρωνακτικών, αλλά, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, και διανοητικών λειτουργιών. Γι αυτό και η ανεργία, είτε σαν «δομική», είτε σαν «διαρθρωτική» συνέπεια αυτής της εξέλιξης, όλο και θα μεγαλώνει.
Έτσι, κι ενώ ορισμένες κυβερνήσεις προωθούν συγκεκριμένα προγράμματα νέας τεχνολογίας, που αναφέρονται σ’ όλο το φάσμα των τεχνολογικών μεταβολών (αυτοματοποίηση που στηρίζεται στην κυβερνητική, ηλεκτρονική τεχνολογία, πληροφορική-τηλεματική, ρομποτική βιοτεχνολογία) που θα δημιουργήσουν σίγουρα χιλιάδες άνεργους, το εργατικό κίνημα χωρίς λόγο, χωρίς προτάσεις, άμαζο «απονευρωμένο», ενσωματωμένο, θεσμισμένο, παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Είναι κι αυτό επιτυχία του υπερεθνικού καπιταλισμού, που κατάφερε να περιθωριοποιήσει το εργατικό κίνημα, να το αποδυναμώσει και να το αποκλείσει από τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις. Γι ‘ αυτό η «επιστημονικοτεχνική επανάσταση» περικλείει μέσα της και τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής υποταγής της εργατικής τάξης, αφού πλην των εγγενών αδυναμιών της, η νέα επαναστατική ανακατανομή του ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων, δεν είναι αποτέλεσμα δικής της δράσης, αλλά της επινοητικότητας τον ταξικού αντιπάλου για τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση του κεφαλαίου και τον έλεγχο της.
4.5. Κρίση του κινήματος ή της ηγεσίας του;
Μπροστά λοιπόν σε μια τέτοια δυσμενή διεθνή συγκυρία, όπου ο υπερεθνικός καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός βρίσκονται σε σαφώς πιο ενισχυμένη, σχεδόν κυρίαρχη, σχέση απέναντι στον κόσμο της εργασίας (μισθωτοί, άνεργοι, συνταξιούχοι, οικοκυρές, κ.ά.) και όπου και οι πιο απαισιόδοξοι (ίσως πιο αντικειμενικοί;) σύγχρονοι αναλυτές μας διαβεβαιώνουν ότι «οριστικά και αμετάκλητα» δεν υπάρχει διέξοδος για την Εργασία, η δυνατότητα κατάρτισης και προώθησης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, υπερβατικής (ή ανατρεπτικής) του κυρίαρχου (καπιταλιστικού) συστήματος αφάνταστα μειώνεται, σχεδόν μηδενίζεται, από την κατάσταση που επικρατεί στα ίδια τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα της Αριστεράς. Γιατί τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα της Αριστεράς έχουν πάψει, από καιρό τώρα, να εκφράζουν και να υπηρετούν τα συμφέροντα των εργαζομένων. Συνειδητά ή ασυνείδητα εκφράζουν το κυρίαρχο σύστημα, υπηρετούν το κυρίαρχο σύστημα, έχουν μετατραπεί σ’ ένα θεσμό τμήμα του συστήματος. Γι ‘ αυτό ίσως πρέπει κάποτε να πάψουμε να μιλάμε για κρίση της Αριστεράς και να μιλάμε για οριστικό εκφυλισμό της Αριστεράς, για αμετάκλητη και αθεράπευτη παραμόρφωση της, για μη Αριστερά.
Πραγματικά, είναι καιρός που στην Ευρώπη έχει αρχίσει να γίνεται και ανοικτά πια λόγος για βαθιά κρίση των οργανώσεων της Αριστεράς (πολιτικών κομμάτων, συνδικάτων, συνεταιρισμών, κ.ά.). Η συζήτηση αυτή, και μάλιστα έντονη, έχει περάσει και μέσα στις οργανώσεις της Αριστεράς. Είναι καιρός δε που πρόσφατες αναλύσεις εντοπίζουν τα αίτια της κρίσης των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων στα ανώτερα, ηγετικά, κλιμάκια των οργανώσεων αυτών. Στη συμπεριφορά των ηγεσιών τους, στο ήθος τους, τις συνήθειες τους, κλπ. Είναι αλήθεια πως, όσοι ασχολούνται στον καιρό μας με ζητήματα «παθολογίας» των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, εύκολα διαπιστώνουν «συμπεριφορές», «λογικές» και «διαδικασίες» που δεν έχουν σχέση ούτε με τον σοσιαλισμό, αλλά ούτε και με την αστική (πολιτική) δημοκρατία. Πολλά από τα λεγόμενα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα της Αριστεράς (ευρωκομμουνιστικής ή μη, σοσιαλδημοκρατικής ή μη) έχουν εισάγει στο εσωτερικό τους μεθόδους, λειτουργίες και ήθος που δεν έχουν καμιά σχέση με τα οράματα και τις επιθυμίες του εργατικού κινήματος. Ο αυταρχισμός, ο χαφιεδισμός, η αναξιοκρατία, ο νεποτισμός είναι πάγιες, «κατακτημένες» πια μέθοδες σ’ όλες σχεδόν τις οργανώσεις της Αριστεράς. Επίσης ο παραγκωνισμός κάθε αντίθετης άποψης και φωνής είναι η πιο προσφιλής συμπεριφορά και τακτική των ηγεσιών τους.
Εκτιμώντας λοιπόν την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στις λεγόμενες οργανώσεις της Αριστεράς στην Ευρώπη, διαπιστώνουμε ότι κάθε άλλο παρά αυτές αποτελούν την επαναστατική εναλλακτική πολιτική δύναμη που θα υπεροεί το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα και θα ελευθερώσει την κοινωνία από την εκμετάλλευση και την αλλοτρίωση. Στην πλειοψηφία τους αυτές έχουν μετεξελιχθεί (παραμορφωθεί, εκφυλισθεί) σε «πολιτικές λέσχες» ιδιωτών, επαγγελματιών της πολιτικής, που δεν έχουν σχεδόν τίποτε κοινό με το κίνημα των μαζών, τα οράματα και τα προβλήματά τους. Οι οργανώσεις αυτές (οι ηγεσίες τους, τα στελέχη τους) ούτε μπορούν, αλλά ούτε θέλουν την αλλαγή της πορείας των οργανώσεων. Αυτό έδειξε η «εμπειρία» του ευρωκομμουνισμού. Αυτό κατέδειξε και η «περιπέτεια» που έμπλεξαν, τους λαούς και τα κινήματα τα τελευταία έξι χρόνια, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Νότιας Ευρώπης (Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία). Τα παραδοσιακά κόμματα και συνδικάτα της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν έχουν ελπίδα. Αργοπεθαίνουν…
Αντί για πρόταση:
Με φαντασία πέρα από την κατεστημένη (πολιτική, συνδικαλιστική) Αριστερά.
Υπάρχει, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα εναλλακτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης. Όπως υπάρχει ζήτημα εναλλακτικής πολιτικής («ηγεμονικής») καθοδήγησης του εργατικού κινήματος, του κόσμου της εργασίας στην σύγχρονη, πιο πλατειά του διάσταση. Ένα κόμμα45 κι ένα συνδικάτο που δεν θα στηρίζεται, όπως υποστηρίζει ο γνωστός Ιταλός θεωρητικός Ουμπέρτο Τσερόνι, στην πολιτική συμβολογία, την προπαγάνδα, τη δημαγωγία, τον πολιτικό μακιαβελισμό, τη ρουσφετολογία, την αρπαγή και την εξαγορά ψήφων. Γι αυτό χρειάζεται μια νέα συζήτηση, μια νέα θεωρία για τα κοινωνικά υποκείμενα της Αριστεράς. Μια νέα θεωρία για το πολιτικό κόμμα και το συνδικάτο της Αριστεράς.
Σήμερα μας χρειάζονται νέα κοινωνικά υποκείμενα, που θα κάνουν αμέσως ορατή την ταξική τους συγκρότηση και τους πολιτικούς τους στόχους. Το συνδικάτο δεν μπορεί να είναι «ιμάντας μεταφοράς» εντολών αντεπαναστατικής δράσης από ένα καπιταλιστικό ή γραφειοκρατικό κράτος ή από ένα «ολιγαρχικό» κόμμα. Η αυτονομία του από το κράτος, όποιο κράτος, ή το κόμμα, σαν λειτουργική κατηγορία που διαμορφώνει μαζί με τα άλλα τμήματα του λαϊκού κινήματος ισότιμα την πολιτική του, απαιτεί αναβάθμιση στους ταξικούς στόχους, συμμαχίες ενωτικές και αποτελεσματικές μορφές και μεθόδους δράσης. Απαιτεί νέα διαλεκτική σχέση ανάμεσα46 στα διάφορα υποκείμενα και κινήματα της Αριστεράς. Οι παραδοσιακές οργανώσεις της εργατικής τάξης αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος των καιρών. Χρειάζονται νέες. Ιδού το ζητούμενο.
Ειδικότερα το συνδικαλιστικό κίνημα, μπροστά στην κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, έχει σήμερα δύο εναλλακτικές επιλογές: Ή να δεχθεί μοιρολατρικά τη νέα αυτή κατάσταση και να υποταγεί ολοκληρωτικά στο κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό ή να περάσει σε νέα οργάνωση και τρόπους καθημερινής πάλης. Η δεύτερη αυτή επιλογή απαιτεί την ανάπτυξη μιας νέας θεωρίας και σύγχρονης στρατηγικής, που δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική και διεθνιστική. Μια θεωρία και στρατηγική επαναστατική, γιατί η σύγκρουση του κεφαλαίου και της εργασίας, που κρύβει μέσα της η νέα τεχνολογία, θα είναι οξύτατη και ολοκληρωτική. Γι αυτό επιβάλλεται πανεθνική, διεθνική παγκόσμια αφύπνιση της εργατικής τάξης, όλων των εργαζομένων. Αν δεν συμβεί αυτό το δεύτερο, τότε η Αντίθεση (Αντίφαση) ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και το κεφάλαιο έχει χαθεί οριστικά κι αμετάκλητα υπέρ του κεφαλαίου, το οποίο ήδη και με την εισαγωγή και χρήση της νέας τεχνολογίας έχει κερδίσει στα σημεία: έχει δημιουργήσει στρατιές εκατομμυρίων ανέργων μεταφέροντας την ευθύνη στις κυβερνήσεις και στην «αδιαλλαξία» και μη κατανόηση του συνδικαλιστικού κινήματος, έχει περικόψει σημαντικά και περικόπτει καθημερινά τις κοινωνικές παροχές, προτείνει και σταδιακά επιβάλλει τις λεγόμενες «εναλλακτικές μορφές εργασίας» (ωρομίσθιο, δουλειά με το κομμάτι, τέταρτη βάρδια, «δίδυμη εργασία», κ.ά.), τις οποίες μέχρι πρόσφατα το συνδικαλιστικό κίνημα ούτε μπορούσε να διανοηθεί, έχει φέρει σ’ αντιπαράθεση μεταξύ τους διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης (υψηλόμισθοι – χαμηλόμισθοι, υπάλληλοι – χειρώνακτες). Και θ’ ακολουθήσουν σίγουρα κι άλλες δυσμενείς καταστάσεις για τους εργαζόμενους, παρόλες τις διαβεβαιώσεις πολιτικών· (δημαγωγών) και τεχνοκρατών ότι δήθεν «θα έρθουν καλύτερες μέρες», ότι θα αυξηθεί η απασχόληση, θα μειωθεί η ανεργία, κάτι που αποτελεί μεγάλο ψέμα. Από την ικανότητα και τη φαντασία του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη και τη δυνατότητα του ν’ αντιμετωπίσει τις ολομέτωπες αντεργατικές επιθέσεις του κεφαλαίου θα εξαρτηθεί αν αυτό μπορεί σε κάποιο βαθμό ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών ή θα συνεχίσει «να αργοπεθαίνει», υπολειτουργώντας, σαν ένας ανίσχυρος γραφειοκρατικός μηχανισμός, ιδιωτική υπόθεση ορισμένων επαγγελματιών συνδικαλιστών, ξεκομμένων από το κίνημα, τις πλατειές μάζες των εργαζομένων. Αν μπορεί ν’ αποκτήσει παρουσία και λόγο ή θα συνεχίσει να αναμένει μοιρολατρικά την ολοκληρωτική υποταγή του κινήματος στον εθνικό και παγκόσμιο καπιταλισμό, υπογράφοντας την πράξη υποταγής (θανάτου του). Αν θα προτιμήσει την αυτοδιάλυση του (ήδη πολλοί τελευταία μιλούν στην Ευρώπη για την περίοδο του «αποσυνδικαλισμού», για την έναρξη δηλαδή μιας περιόδου «χωρίς τα συνδικάτα») ή θα δώσει τη θέση του στο Νέο Συνδικαλιστικό Κίνημα, κίνημα μαζικό, ταξικό, επαναστατικό, διεθνιστικό, για να υπερασπισθεί τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων σήμερα που τόσο σοβαρά κινδυνεύουν47. Το νέο αυτό συνδικαλιστικό κίνημα προϋποθέτει, πρώτα και κύρια, σαφή γνώση της ταξικής φύσης και του ρόλου της σημερινής τεχνολογίας.
Σημειώσεις
30. Το κίνημα αυτό πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία κι εξαπλώθηκε στις αρχές του αιώνα μας στις άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και στην Αμερική. Απέρριπτε την αναγκαιότητα της πολιτικής πάλης, τον καθοδηγητικό ρόλο των πολιτικών κομμάτων και της δικτατορίας τον προλεταριάτου. Υπεστήριξε ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την άμεση οικονομική δράση των εργαζομένων και πρωταρχικά με τη γενική απεργία.
31. Είναι η βορειοαμερικανική «έκφραση» του «Συνδικαλίστικου» Κινήματος. Οι οπαδοί του κινήματος αυτού θεωρούσαν το Συνδικάτο ως το πιο σημαντικό (όχι το μοναδικό όμως) μέσο στην πάλη της εργατικής τάξης για την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, καθώς και τη βάση της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σημαντικότερος εκφραστής του υπήρξε αναμφισβήτητα ο γάλλος (μετανάστης στις ΗΠΑ) Ντανιέλ Ντε Λεόν.
32. Εμφανίσθηκε στα τέλη του περασμένου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Αναπτύχθηκε κύρια στην Ισπανία, Ιταλία, ΗΠΑ και Ρωσία. Το κίνημα αυτό απέρριπτε την πολιτική οργάνωση και δράση της εργατικής ταξικής πάλης, θεωρούσε το Συνδικάτο αποκλειστικό (μοναδικό) όργανο ταξικής πάλης. Σαν μέσα ταξικής πάλης θεωρούσε την ατομική τρομοκρατία, το σαμποτάζ, καθώς και τη γενική απεργία. Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του κινήματος αυτού συγκαταλέγονται οι: Ζ. Σορέλ, Φ. Πελουτιέ, Χ. Λαγκαρντέλ, E. Μαλατέστα, Α. Λαμπριόλα, Β. Ντουρούτι, κ.ά.
33. Εμφανίσθηκε τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας κύρια στα πλαίσια του βρεταννικού εργατικού κινήματος. Είναι η βρεταννική «έκφραση» του «Συνδικαλίστικου» Κινήματος. Δεν απέρριπτε απόλυτα το Κράτος και την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Βασικός τύπος οργά – ~ νωσης και δράσης στα πλαίσια του κινήματος αυτού είναι η «εθνική συντεχνία»: Συνδικάτο που περιλαμβάνει όλους τους εργαζομένους σ’ ορισμένο κλάδο της οικονομίας, σ’ εθνικό επίπεδο. Η γενική φυσιογνωμία του κινήματος αυτού, όπως και γενικά τον βρεταννικού εργατικού κινήματος, υπήρξε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Τζ. Κβλ.
34. Βλέπε: Καρλ Μαρξ: Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, στο: Μαρξ Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, Εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα 1974, σελ, 452.
35. Βλέπε: Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς: Για το Συνδικαλισμό, το περιεχόμενο και η σημασία των διεκδικήσεων, Εκδ. Γερ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, σελ. 199.
36. Βλέπε: Το ίδιο, σελ. 82.
37. «Συνεπώς», έγραφε, «ολόκληρο το κόμμα μας αναγνωρίζει ότι η δουλειά στα συνδικάτα δεν πρέπει να γίνεται στο πνεύμα της ουδετερότητας των συνδικάτων, αλλά στο πνεύμα της όσο το δυνατό πιο στενής προσέγγισης τους στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αναγνωρίζει επίσης ότι η κομματικότητα των συνδικάτων πρέπει να εξασφαλίζεται αποκλειστικά με τη δουλειά των σοσιαλδημοκρατών στα συνδικάτα, ότι οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να συγκροτούν συμπαγείς πυρήνες στα συνδικάτα…». (Βλέπε: Η ουδετερότητα των Συνδικάτων, Λένιν: Άπαντα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος 16, σελ. 427437).
38. Βλέπε: Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, Εκδόσεις Λ. Κοροντζή, Αθήνα 1979, σελ. 114.
39. Βλέπε: Το ίδιο, σελ. 116.
40. Βλέπε: Το ίδιο, σελ. 117.
41. Βλέπε: Το ίδιο.
42. Βλέπε: Το ίδιο, σελ. 125.
43. Βλέπε: «Η Πολιτική Ανεξαρτησία των Συνδικάτων είναι ένας Μύθος», στο βιβλίο: Μαρξισμός και Συνδιχάτα, Εκδόσεις «Αλλαγή» (β’ έκδοση), Αθήνα 1983, σελ. 32.
44. Βλέπε στο: Μαρξισμός και Συνδικάτα, σελ. 33.\
45. Γι αυτό όπως παρατηρεί και ο Ουμπέρτο Τσερόνι: «το πολιτικό κόμμα αντιμετωπίζει ένα δίλημμα: ή να προάγει μια μεγάλη κοινωνική σύνθεση και έτσι να γίνει αληθινά ο σύγχρονος γκραμσιανός ηγεμόνας ή να περιοριστεί στο ρόλο τον ηλίθιον δούλον μιας εξουσίας, δόλιας και αποξενωμένης, μηχανισμός χειραγώγησης νέων υπηκόων υποταγμένων από τα πράγματα ή επιτέλους να επιβιώσει όπως ο Δον Κιχώτης, εξαπατημένος από μια αδύνατη επανάσταση» (Βλέπε: θεωρία του πολιτικού κόμματος, Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 73).
46. Βλέπε: Πιέτρο Ιγκράο: Μάζες και Εξουσία, Εκδόσεις θεμέλιο, Αθήνα 1979, σελ. 143.47. Βλέπε: Alexis Mitropoulos (Round Table with: Luciana CasteUina, Rajko Tomovic, Frieder Otto Wolf, Giuseppe Vacca, Paulin Hountondji, Maurice Zeitlin, Nansen Debar) in «Socialism inthe World», No 56 (1986), p. 90.