Ο Σύλλογος Εργαζομένων ΚΕΘΕΑ, στην μακρά διαδρομή του, είχε αποφύγει να πάρει άμεσα θέση ή να σχολιάσει πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές, όχι επειδή τα μέλη του δεν έχουν άποψη και θέση για το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά επειδή σεβαστήκαμε την βασική αρχή των θεραπευτικών κοινοτήτων, την αποφυγή κάθε διάκρισης για λόγους ταυτότητας, φυλετικής, πολιτικής, σεξουαλικής κλπ.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα όμως αποτελεί ένα γεγονός που δεν αφορά πολιτικές αντιλήψεις αλλά εγκληματικές κοινωνικές συμπεριφορές που ενδύονται μια πολιτική ταυτότητα.
Παρακολουθούμε εδώ και χρόνια την αύξηση της διάχυτης βίας στην ελληνική κοινωνία, επακόλουθο την αποσύνθεσης της κοινωνικής συνοχής, της απαξίωσης των οραμάτων και κάθε ηθικού προτάγματος. Μια βία που αναζητεί διαρκώς και βρίσκει τρόπους να αναδυθεί στην επιφάνεια, είτε ως κοινωνική επιθετικότητα , είτε ως αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, της χρήσης ναρκωτικών περιλαμβανόμενης.
Παλεύοντας στην εργασιακή μας καθημερινότητα αυτούς τους «δαίμονες» δεν μπορούμε να μείνουμε απαθείς όταν το «ένστικτο του θανάτου», η νοσηρή σχέση με το ένστικτο της βίας που κορυφώνεται με τον φόνο, γίνεται συστατικό στοιχείο της πολιτικής έκφρασης. Οι μαχαιριές στο σώμα του Φύσσα είναι η υψηλής έντασης συνέχεια της συμβολικής βίας των στρατιωτικών σχηματισμών, των συμβόλων, της επικέντρωσης στις πολεμικές τέχνες, και βέβαια της κουλτούρας του ρατσισμού, της εμμονής στο αίμα που γίνεται μέτρο της τιμής, της επιστροφής στο φάντασμα του Αδόλφου και τις πολιτικές που προκάλεσαν το μεγαλύτερο αιματοκύλισμα της ανθρώπινης ιστορίας.
Η Χρυσή Αυγή επιχείρησε (με επιτυχία) να μιλήσει στην ελληνική κοινωνία χρησιμοποιώντας μια ρητορική που αξιοποιούσε τους φόβους ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στις συνέπειες του φαινομένου της μετανάστευσης, με την έκταση και την ταχύτητα με την οποία συντελέστηκε στον τόπο μας. Ακόμη, αξιοποιώντας την πολιτική της υποτέλειας και της «διατεταγμένης υπηρεσίας» των κυρίαρχων του πολιτικού παιχνιδιού, μπόρεσε να χρησιμοποιήσει την καταγγελία της προδοσίας ως τεκμήριο πατριωτισμού και αναγόρευσης της ως τιμητή. Όμως τα πρόσφατα γεγονότα (Πέραμα, Μελιγαλάς, Κερατσίνι) αποτελούν μια μετατόπιση της «πολιτικής» της πρακτικής, συνέχεια μιας αλλαγής στην ρητορική της που είχε ήδη συντελεστεί: ο διακεκριμένος «εχθρός» είναι πλέον εσωτερικός, είναι ο κομμουνισμός, οπότε το πάζλ μοιάζει να ολοκληρώνεται: «εχθρικός άλλος» είναι πλέον κάθε άλλος, η πατρίδα της Χρυσής Αυγής συρρικνώνεται ως τα περιγράμματα των λεγεώνων – σχηματισμών με τους οποίους επιλέγουν να εκφράζονται τα μέλη τους, ένα υπόδειγμα για το πώς οραματίζονται την οργάνωση της κοινωνίας.
Η επαγγελία της Χ.Α. αποκτά πλέον σαφέστερο περίγραμμα: Ο πατριωτισμός τους είναι ένας πατριωτισμός που δεν διστάζει να χύσει ελληνικό αίμα προκειμένου να επαναφέρει τα φαντάσματα ενός αδελφοκτόνου εμφύλιου, που μετέβαλλε την περήφανη Ελλάδα της Εθνικής Αντίστασης σε προτεκτοράτο των Άγγλων και των Αμερικάνων, συνεχίζοντας μια παράδοση που διατρέχει την παλιά και σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου. Κι όλα αυτά την στιγμή που «εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα», όπως θα έλεγε κι ο Σεφέρης. Αυτού του ίδιου εμφύλιου που εγκαινίασαν οι πρόγονοι τους συνεργάτες των κατακτητών (προγόνων των σημερινών γκαουλάιτερ της φράου Μέρκελ). Σε μια κοινωνία σε απόγνωση και αποδιοργάνωση, σε μια κοινωνία όπου οι «παραδοσιακοί» θεσμοί συλλογικής έκφρασης (κόμματα, συνδικάτα κλπ.) αποτελούν μέρος του προβλήματος, σε μια κοινωνία όπου η κοινωνική συνοχή έχει διαρραγεί μετά από 35 χρόνια ατομιστικού ευδαιμονισμού και 3 χρόνια κρίσης που βιώνεται ατομικά, το κάλεσμα στην βία επιχειρεί να βρει έδαφος και προϋποθέσεις να ευδοκιμήσει .
Και βέβαια φαινόμενα τύπου Χ.Α. είναι εύκολα διαχειρίσιμα από ένα πολιτικό σύστημα που οι επιδόσεις του περιορίζονται στην ώθηση της κοινωνίας σε μια ημερήσια διάταξη, όπου οι προβολείς της προορίζονται στο να δημιουργήσουν τις σκιές μέσα στις οποίες μπορούν να κρύψουν την ωμή πραγματικότητα: την μαζική βία που υφίσταται η ελληνική κοινωνία από την κατοχή, την λεηλασία, την κατάρρευση. Έτσι είδαμε επανειλημμένα σε στιγμές κρίσης του μπλοκ εξουσίας, οι πρακτικές της Χ.Α. να παροξύνονται, και με την βοήθεια της καθεστωτικής δημοσιογραφίας να επικαλύπτουν το μείζον και το ουσιαστικό.
Όμως τα παιχνίδια με την φωτιά (και τους εμπρηστές) δεν είναι ασφαλή παίγνια, με την βία το ίδιο. Το ποτήρι κάποτε ξεχειλίζει. Το αποτρόπαιο πρόσωπο της συμμορίτικης φασιστικής βίας ξεχειλίζει από το ιδεολογικό του περιτύλιγμα, και όλο και πιο καθαρά η αποδοχή αυτής της βίας ως βίας καθαυτής, χωρίς το φαντασιακό της υπόβαθρο.
Στις συνθήκες αυτές η απάντηση δεν μπορεί να περιοριστεί στο πεδίο που η Χ.Α. έχει επιλέξει ως προνομιακό: αυτό της βίας. Η πιο αποτελεσματική εκδίκηση για το αίμα που κύλισε είναι η ματαίωση του συμψηφισμού που επιχειρούν σήμερα οι δολοφόνοι αλλά και τα κόμματα της κατοχικής διακυβέρνησης, είναι να αφαιρέσουμε το νερό γύρω από το ψάρι: Οι πρακτικές της Χ.Α. παροξύνονται μέσα σε ένα κλίμα «αποδοχής» της, αποτέλεσμα της αυτοπροβολής της ως αντισυστημικό, πατριωτικό μόρφωμα, φορέα ηθικών αξιών απέναντι σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Αυτή η αποδοχή πρέπει να είναι ο στόχος, χωρίς αυτή οι λεγεώνες των φασιστών είναι αδύναμες. Και τότε η θυσία του Παύλου Φύσσα μπορεί να θεωρείται ότι δικαιώθηκε.
Θανάσης Τζιούμπας
Πρόεδρος Συλλόγου Εργαζομένων ΚΕΘΕΑ
Ευχαριστω φιλε!
..πόσο δίκαιο έχεις φίλε Θανάση !!!!