…και την ακόμη μεγαλύτερη πριμοδότηση της υποκατάστασης
Η απάντηση του υπουργού διαπνέεται από άκρως αντιδραστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις, ενώ γίνεται ξεκάθαρος ο στόχος για την πλήρη εφαρμογή και υλοποίηση των ευρωενωσιακών ντιρεκτίβων. Σκοπός, να ενταθεί η διαχείριση του προβλήματος των ναρκωτικών, υπονομεύοντας το μέλλον της απεξάρτησης, καθώς έμμεσα προμηνύει τη συρρίκνωση/συγχώνευση των «στεγνών» προγραμμάτων (στα «στεγνά» δε χορηγείται κανένα φάρμακο, εστιάζουν στην ψυχολογική υποστήριξη του ατόμου και τη δημιουργία ενός άλλου τρόπου ζωής μέσα από συλλογικές διαδικασίες, με κύριο στόχο την πλήρη και οριστική αποχή από ουσίες).
Ενδεικτικά αναφέρουμε αποσπάσματα του συγκεκριμένου εγγράφου του υπουργείου Υγείας, που στόχο έχουν να διαστρεβλώσουν επιστημονικά δεδομένα και την ίδια την πραγματικότητα και να στρώσουν το δρόμο για την ακόμη μεγαλύτερη πριμοδότηση, και χωρίς προδιαγραφές, των Προγραμμάτων Υποκατάστασης (ΠΥ – χορηγούνται από το κράτος μεθαδόνη και βουπρενορφίνη, δηλαδή νόμιμες ναρκωτικές ουσίες που επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση όπως όλα τα ναρκωτικά).
Η αλήθεια είναι: Σήμερα τα ΠΥ λειτουργούν άνευ προδιαγραφών, χωρίς παροχή υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. Εδώ και 16 χρόνια που λειτουργούν η αποτελεσματικότητά τους με βάση τα επίσημα στοιχεία είναι σχεδόν μηδαμινή. Χιλιάδες άνθρωποι (μόνο το 2011 ήταν περίπου 7.000) έχουν βρεθεί στα συγκεκριμένα προγράμματα κι ούτε ένας δεν έχει απεξαρτηθεί, καθώς προσφέρουν συντήρηση κι όχι απεξάρτηση. Δηλαδή, εξασφαλίζουν διά βίου χρήστες όπου τους χορηγείται νόμιμα και μόνιμα κρατική πρέζα. Εξαλείφουν το στερητικό σύνδρομο, χωρίς όμως να προσφέρουν ψυχική απεξάρτηση.
Αποτυπώνεται η πολιτική διαχείρισης της τοξικοεξάρτησης. Δηλαδή, η πολιτική που θέλει να επιβάλει την αντίληψη ότι η τοξικοεξάρτηση δεν είναι αντιμετωπίσιμη και κατά συνέπεια πρέπει να την διαχειριστούμε και να περιορίσουμε τις συνέπειές της.
Πάνω από το 70% των χρηστών που ολοκληρώνουν ένα «στεγνό» πρόγραμμα έχουν απεξαρτηθεί. Γιατί ο τοξικομανής μπορεί να θεραπευτεί, όσο μεγάλη και αν είναι η αποδόμηση της προσωπικότητάς του στον κόσμο των ουσιών.
Η μεθαδόνη και η βουπρενορφίνη ανιχνεύονται συχνά στις τοξικολογικές αναλύσεις κι ενίοτε ταυτοποιούνται ως αιτία θανάτου (1994 – 2004 στις ΗΠΑ, οι θάνατοι από μεθαδόνη και τα περιστατικά υπερβολικής δόσης από τη συγκεκριμένη ουσία αυξήθηκαν κατά 390%! Στη Δανία σχεδόν οι μισοί θάνατοι από ναρκωτικά, το 44%, οφείλονται στη μεθαδόνη. Στη Γερμανία σ’ ένα χρόνο σημειώθηκαν 350 θάνατοι από βουπρενορφίνη). Παράλληλα, δημιουργούνται στρατιές εξαρτημένων από υποκατάστατα (2006 – 2009, το 58% των χρηστών που ξεκινούν θεραπεία στη Φινλανδία και το 40% στην Τσεχία αναφέρει κύρια ουσία κατάχρησης τη βουπρενορφίνη. Υψηλά ποσοστά χρηστών αναφέρουν ως κύρια ουσία κατάχρησης τη μεθαδόνη και τη μορφίνη σε Αυστρία, Σλοβακία, Σουηδία).
Ενα από τα χαρακτηριστικά στο προφίλ των χρηστών είναι η πολυτοξικομανία, δηλαδή η παράλληλη χρήση 3 και παραπάνω ναρκωτικών ουσιών. Οπότε είναι άκυρο να γίνεται λόγος για χρήστες ηρωίνης. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν κάποια από τα στεγνά προγράμματα που απευθύνονται σε εφήβους, οι οποίοι συνήθως είναι χρήστες κάνναβης. Ολες οι εξαρτήσεις χαρακτηρίζονται από υποτροπές, ακόμη και η εξάρτηση από το διαδίκτυο. Τα αίτια των υποτροπών είναι σύνθετα και εντείνονται με την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, από την έλλειψη στόχων και προοπτικής. Στα ΠΥ δεν μπορείς να μιλήσεις για υποτροπή καθώς οι άνθρωποι που τα παρακολουθούν είναι διαρκώς στη χρήση.
Η επιστημονική κοινότητα δεν είναι κάτι ενιαίο, γίνεται διαπάλη σε αυτή και ένα μικρό μέρος υποστηρίζει την παραπάνω αντιδραστική αντίληψη, η οποία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της «αντιναρκωτικής» πολιτικής που πλασάρει η ΕΕ. Είναι η ίδια αντίληψη που αναφέρεται το 2008 στο πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής (το ψήφισαν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ) όπου προσεγγίζει το πρόβλημα των ναρκωτικών ως «αυτοπροκαλούμενη χρόνια υποτροπιάζουσα νόσο» και πάνω στην οποία πάτησε η πολιτική των υποκατάστατων. Με λίγα λόγια, προπαγανδίζουν ότι ο τοξικοεξαρτημένος είναι «άρρωστος» και η «ασθένειά» του χρόνια. Αρα, δεν υπάρχει λόγος το κράτος να εξασφαλίσει δομές απεξάρτησης αφού θα ξανακυλήσει. Αρκεί να πάει στο νοσοκομείο να πάρει το «φάρμακό» του νόμιμα και να αφήσει ήσυχη την κοινωνία.
Η τοξικοεξάρτηση είναι τρόπος ζωής που υποτάσσει σταδιακά και ολοκληρωτικά τον άνθρωπο στην αναζήτηση και την εξασφάλιση της δόσης του. Είναι ένα κοινωνικό πολυσύνθετο και πολυπαραγοντικό πρόβλημα που παράγεται και αναπαράγεται από τις δομές του καπιταλιστικού συστήματος, εκφράζοντας με ακραίο τρόπο την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Ο ορισμός που δίνουν η ΕΕ, μερίδα επιστημόνων, τα εγχώρια αστικά κόμματα και επικαλείται ο υπουργός Υγείας αποσκοπεί στην ιατρικοποίηση του φαινομένου, άρα και στη συσκότιση των αιτιών που το γεννούν, μετατοπίζοντας το πρόβλημα σε ιατρικό, ψυχολογικό, αθωώνοντας εντέλει το ίδιο το σύστημα.
Σκιαγραφεί το προφίλ ενός χρήστη που τουλάχιστον στην Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα, συναντάται σπάνια στη χρήση. Το χειρότερο όμως είναι ότι εκφράζει μια ρατσιστική και φασιστική αντίληψη που ορίζει ανθρώπους κάποιας ηλικίας, οικογενειακής κατάστασης ως χαμένες υποθέσεις που θα τους στέλνει σε υπόγεια των νοσοκομείων, δίπλα σε σκουπιδότοπους για να παίρνουν κρατική πρέζα. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίζει έναν άνθρωπο ως «καμένο χαρτί».
Πρόκειται για συνειδητή διαστρέβλωση της πραγματικότητας, που σηματοδοτεί την πρόθεση της κυβέρνησης να συρρικνώσει/συγχωνεύσει τα «στεγνά» προγράμματα. Η μεγάλη εισροή στα ΠΥ δεν αποτελεί πιστοποιητικό επιτυχίας. Το δίλημμα για το χρήστη ανάμεσα στο «στεγνό» πρόγραμμα και το υποκατάστατο είναι εύκολα επιλέξιμο, καθώς ανάμεσα στην κρατική πρέζα και την επίπονη διαδικασία απεξάρτησης πιο εύκολα επιλέγει το πρώτο. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί η κατεύθυνση που δίνουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ, η ΧΑ, ο ΛΑ.Ο.Σ. προς τα ΠΥ. Ακόμη όμως κι αν μιλήσουμε με νούμερα, τα ΠΥ δεν παρέχουν κανενός είδους ψυχοκοινωνική στήριξη ως όφειλαν πέρα από τη χορήγηση υποκατάστατων. Σε αντίθεση με τα «στεγνά» που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών συμβουλευτικής, πρόληψης, απεξάρτησης και επανένταξης, οπότε απαιτείται ακόμη μεγαλύτερη χρηματοδότηση.
Πηγή : http://www.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=7693299