ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΤΟΥ ΒΑΤΡΑΧΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΘΕΑ
«Ο άνθρωπος δεν χάνει την ελευθερία του αλλά μάλλον κερδίζει τη σκλαβιά του»
(«Πραγματεία περί Εθελοδουλείας», Ετιέν ντε Μποεσί, 1548)
Το καράβι του ΚΕΘΕΑ ταξιδεύει πλησίστιο σε μια πορεία που το μεταβάλλει με όλο και επιταχυνόμενο ρυθμό σε μέρος του αποκρουστικού μορφώματος που αποκαλείται μεταπολιτευτικό ελληνικό κράτος. Ως εργαζόμενοι βιώσαμε ως τώρα την ένταξη μας σε ισοπεδωτικά συστήματα αμοιβών, εξομοιωνόμενοι με την αναξιοκρατία και την αναξιοπρέπεια του «ενιαίου» συστήματος του δημόσιου τομέα. Η ιστορία όμως δεν περιορίζεται εδώ. Όλο και πιο πολύ γινόμαστε εξάρτημα της αναποτελεσματικής μηχανής διαχείρισης των δημόσιων πόρων: Κεντρικές προμήθειες, κατάργηση κάθε ευελιξίας της οικονομικής διαχείρισης, μετατροπή ενός οργανισμού ιδιωτικού δικαίου σε φοροεισπρακτικό μηχανισμό του Υπουργείου «εθνικής» οικονομίας με τις παρακρατήσεις στους προμηθευτές (νέοι φόροι από αυτούς που ΔΕΝ θα έμπαιναν, παρακράτηση έναντι «ρυθμισμένων» οφειλών στην εφορεία και μύρια άλλα), που έχουν φέρει τα λογιστήρια στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Ταυτόχρονα μας έχουν εντάξει πρόσφατα στην ενιαία αρχή πληρωμών του δημοσίου: η μισθοδοσία θα βγαίνει από το ΚΕΘΕΑ και θα πηγαίνει στην ενιαία αυτή αρχή, μαζί με τα χρήματα, τα οποία θα κατατίθενται (;) στους λογαριασμούς των εργαζόμενων.
Κι όλα αυτά στο όνομα της «ορθολογικής οργάνωσης» και του «ελέγχου» των δημοσίων δαπανών. Σε κάθε εγχειρίδιο οικονομικών εννοιών διαβάζουμε ότι οικονομία είναι η βέλτιστη διαχείριση περιορισμένων πόρων ώστε να έχουμε το μέγιστα αποτέλεσμα. Οι Θεραπευτικές Κοινότητες για τριάντα χρόνια ασκούν μια (αυτό)διαχείριση του κοινόβιου αξιοποιώντας όλους τους διαθέσιμους πόρους (όχι μόνο το δημόσιο χρήμα αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό του προσωπικού και των μελών τους) δείχνοντας στο πεδίο της διαχείρισης επιδόσεις που μοιάζουν όνειρο θερινής νυκτός για τα γνωστά συστήματα διαχείρισης και ελέγχου του δημοσίου. Ας σκεφτούμε απλά πόσο κοστίζει η διατροφή ενός μέλους σε πρόγραμμα διαμονής, κι ας το συγκρίνουμε με όποια δημόσια δομή παρέχει διαμονή.
Το ζήτημα δεν είναι σε καμιά περίπτωση οικονομικό, με την ακριβή έννοια του όρου. Είναι κατ’ εξοχή πολιτικό. Η πολιτική εξουσία της αποικίας χρέους, στελέχη μεγαλωμένα με τα ιδεολογήματα της νεοφιλελέυθερης σχολής του Σικάγου και με αποστολή να αποδομήσουν κάθε έννοια κοινωνικής φροντίδας, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αλυσοδέσουν απόλυτα ότι κινείται για να μπορέσουν στην συνέχεια να του περάσουν τη θηλιά στον λαιμό. Το ΚΕΘΕΑ είναι ενοχλητικό ως προς τον ίδιο τον σκληρό πυρήνα της φιλοσοφίας του, αυτόν της αλληλοβοήθειας και της συμμετοχής, που διαπερνά (με τις όποιες αποκλίσεις) και την οικονομική του λειτουργία. Έτσι η θεσμική του αυτονομία, που για δεκαετίες αποτύπωνε την δυνατότητα του να λειτουργεί με τις αρχές αυτές, αποτέλεσε διαρκή στόχο της πολιτικής εξουσίας. Κι αν για πολλά χρόνια το ΚΕΘΕΑ έδειχνε αξιοσημείωτη ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα στο να προασπίζει το αυτοδιοίκητο, οι αντιδράσεις του άρχισαν να μοιάζουν όλο και πιο πολύ με μάχες οπισθοφυλακών για την τιμή των όπλων.
Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά που βρίσκονται πίσω από την μετάπτωση αυτή. Το πρώτο είναι ο εφησυχασμός ότι βρισκόμαστε στο απυρόβλητο, εφησυχασμός που τροφοδοτούνταν από τα παινέματα της πολιτικής ελίτ και την εύκολη για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας ροή της χρηματοδότησης. Απέναντι στο «δώρο» αυτό, το «αντίδωρο» ήταν η πολιτική του «καλού παιδιού» και η επιλογή της «διαπραγμάτευσης» αντί της αντιπαράθεσης, (με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως η κραυγή, που κι αυτή ακόμη δεν έτυχε της υπεράσπισης που της άξιζε), διαπραγμάτευσης που στο τέλος της άφηνε κάθε φορά κατά τι μειωμένη την αυτονομία του ΚΕΘΕΑ. Και βέβαια, όπως αποδεικνύεται πλέον πέραν κάθε αμφιβολίας, αύξανε την βουλιμία της εξουσίας για σταδιακή εξάλειψη των αντισυστημικών χαρακτηριστικών των Κοινοτήτων.
Το δεύτερο είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην συλλογική συμπεριφορά των ανθρώπων του ΚΕΘΕΑ και στο στυλ λειτουργίας του: Η ανάπτυξη φέρνει οργανωτικά προβλήματα, τα μεγέθη που πρέπει να συντονιστούν αποδυναμώνουν τους τρόπους του κοινόβιου και εισάγουν συστήματα διοίκησης ξένα και εχθρικά στην ιδέα της αυτοδιαχείρισης. Η καθημερινότητα μεγάλου μέρους του προσωπικού μακριά από την πρώτη γραμμή, όπου συντελείται και νοηματοδοτείται το νόημα της ύπαρξης του, εισάγει συμπεριφορές «υπηρεσίας». Ακόμη κι η ορολογία αλλάζει: «οργανισμός παροχής υπηρεσιών», «επωφελούμενοι» κλπ. Όλα αυτά δεν αποτέλεσαν νομοτέλεια αλλά επιλογή, εναλλακτικές θα μπορούσαν να υπάρξουν αν υπήρχε διάθεση να διερευνηθούν. Όλα αυτά όμως επιφέρουν την σταδιακή εξάλειψη των κινηματικών χαρακτηριστικών που αποτελούσαν μέρος της ταυτότητας του ΚΕΘΕΑ και εισάγουν τόσο στο επίπεδο που λαμβάνονται οι αποφάσεις όσο και στην καθημερινότητα των «χαμηλών» επιπέδων λειτουργίας, συμπεριφορές «υπηρεσίας». Και βέβαια όλα αυτά έχουν μια αντανάκλαση στην κουλτούρα του ΚΕΘΕΑ, όπου δεν λείπουν οι φωνές που θεωρούν την κηδεμονία και την ένταξη σε αναποτελεσματικά και καταστροφικά για την λειτουργία του συστήματα, όχι απλά νομοτελειακά αλλά και επιθυμητά.
Το νερό ζεσταινόταν διαρκώς. Πια οι συνέπειες είναι ορατές. Οδεύουμε με ταχύτητα στην πλήρη και αναπόδραστη ενσωμάτωση του ΚΕΘΕΑ στην «γενική κυβέρνηση». Και οι κίνδυνοι δεν περιορίζονται μόνο στο γεγονός ότι αυτή η «γενική κυβέρνηση» είναι ο κύριος στόχος της τρόικας και των διαχειριστών της πολυκατοικίας που ακούει στο όνομα «Ελλάδα», κίνδυνοι που ενσαρκώνει η λεγόμενη αξιολόγηση. Επεκτείνονται και στην θέσπιση κανόνων λειτουργίας που αφαιρούν κάθε πρωτοβουλία από τα μέλη και το προσωπικό, καταστρέφουν την σχέση με τους προμηθευτές και τις τοπικές κοινωνίας και δημιουργούν μια στρεβλή και ανορθολογική διαδικασία κάλυψης των αναγκών σε όφελος μιας γραφειοκρατικής αντίληψης και δομής, μια «διοίκηση διαδικασιών» κι όχι αποτελεσμάτων, ένα σύστημα όπου το σύνολο σχεδόν της ενέργειας αναλώνεται στην τήρηση και συντήρηση διαδικασιών κι όχι στην παραγωγή έργου. Αν κάποιος πιστεύει ότι σε ένα τέτοιο πλαίσιο η θεραπευτική πρόταση των Κοινοτήτων μπορεί να παραμείνει αλώβητη, δεν θέλει να δει την πραγματικότητα.
Οι ευθύνες για την όποια τροπή έχουν πάρει και εξακολουθούν να παίρνουν τα πράγματα είναι σαφείς, κι αφορούν όλα τα επίπεδα που τυπικά ή άτυπα χαράζουν την πολιτική του ΚΕΘΕΑ, από το ΔΣ και την Δ/νση ως τον κάθε εργαζόμενο και την συλλογική του έκφραση, τον Σύλλογο μας. Η μάχη που έχουμε μπροστά μας για την αξιολόγηση δεν μπορεί να δοθεί με επιτυχία κάτω από την σημαία της υπεράσπισης απλά κάποιων θέσεων εργασίας, είναι μάχη για μια άλλη αντίληψη για το πώς οργανώνεται και λειτουργεί η θεραπεία και η κοινωνική αλληλεγγύη. Οι παλιοί μίλαγαν για «αποαποικιοποίηση της σκέψης» ως βάση για την ανάπτυξη αγωνιστικών στάσεων και συμπεριφορών απέναντι στον δυνάστη. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από αυτό; Μπορούμε να αποδείξουμε πως δεν είμαστε βάτραχοι;