22 Μαρτίου 2018
Όπως γνωρίζετε, από τον Δεκέμβριο ο Σύλλογος και η Διεύθυνση του Οργανισμού βρίσκονται σε διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης, με βάση τα κείμενα που κατατέθηκαν από το Σύλλογο για την Συλλογική Σύμβαση και τον Κανονισμό Εργασίας του ΚΕΘΕΑ.
Από τις μέχρι τώρα συναντήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί διαπιστώνουμε από ελάχιστη (Κανονισμός Εργασίας) έως μικρή (ΣΣΕ) πρόοδο στις συζητήσεις. Για τον κανονισμό παραθέτουμε την προγενέστερη ανακοίνωση, μιας και δεν υπήρξε περαιτέρω συζήτηση στις συναντήσεις που ακολούθησαν.
Στις συζητήσεις για τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας υπάρχει μικρή πρόοδος καθώς η Διεύθυνση αποδέχεται τη δημιουργία επιτροπών για την κατάρτιση συστήματος αξιολόγησης και του συστήματος προαγωγών στον Οργανισμό, χωρίς όμως να αποδέχεται παράλληλα τις αρχές πάνω στις οποίες θα βασίζονται τα συστήματα αυτά. Δεν έχει ωστόσο συμφωνηθεί ακόμη το τι ακριβώς θα γίνει με το έργο των επιτροπών αυτών όταν ολοκληρωθεί. Θυμίζουμε ότι η θέση του Συλλόγου είναι ότι οι επιτροπές αυτές θα πρέπει να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους εντός 6 μηνών και τα συστήματα που θα αποφασιστούν να προστεθούν ως παράρτημα στα κείμενα του Κανονισμού και της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Πρόοδος έχει επίσης σημειωθεί στο θέμα των αδειών διευκόλυνσης που αφορούν σε ειδικές άδειες σε σχέση με σοβαρά ζητήματα υγείας και που προβλέπονται σε διάφορες διατάξεις. Υπάρχει μια καταρχήν συμφωνία να μελετηθούν και να ενταχθούν στη ΣΣΕ. Θετική αντιμετώπιση υπάρχει και για την επέκταση των αδειών σχολικής παρακολούθησης και ασθένειας παιδιού.
Δυστυχώς, για τα σημαντικότατα ζητήματα που απομένων και τα οποία η πλευρά των εργαζομένων ζητά να ρυθμιστούν, η Διεύθυνση προβάλει σταθερή άρνηση.
Σχετικά με τις άδειες ειδικών συνθηκών, οι οποίες αποτελούν σημαντικό εργαλείο ανατροφοδότησης του προσωπικού, η θέση της Διεύθυνσης είναι ότι υπάρχουν ήδη αρκετές άδειες στον οργανισμό, παρά το γεγονός ότι αντίστοιχοι οργανισμοί, στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιποι Ευρώπη έχουν πολύ περισσότερες. Το δε αίτημα για άδεια άνευ αποδοχών (sabbatical) αντιμετωπίζεται ως μη σοβαρό, θεωρώντας ότι ο Οργανισμός ασκεί τέτοιου είδους πολιτική μέσω τη Εκπαίδευσης!
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται, δυστυχώς, τόσο η γονική άδεια ανατροφής παιδιού, για την οποία θεωρείται ότι οι εφτάμιση μήνες είναι αρκετοί και δεν υπάρχει λόγος να αυξηθούν σε εννέα όπως ζητείται, όσο και η καταβολή από τον Οργανισμό του υπολειπόμενου μισθού για μακροχρόνια αναρρωτική άδεια μέχρι έξι μήνες ανά δεκαετία και όχι σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου όπως ισχύει σήμερα.
Θεωρούμε σημαντικό να τονιστεί ότι στις παραπάνω άδειες, η Διεύθυνση αποκλείει άνευ συζήτησης το να θεσπιστεί το δικαίωμα του εργαζόμενου να αποφασίζει αυτός το πότε και πώς θα πάρει την άδεια. Υπάρχει σταθερή αντίδραση, δηλαδή, να παρακαμφθεί το δικαίωμα του Οργανισμού να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας λόγω υπηρεσιακών αναγκών. Πρόκειται για κομβικής σημασίας ζήτημα για τη φιλοσοφία της πολιτικής προσωπικού. Στο Σύλλογο Εργαζομένων επιμένουμε ότι υπάρχουν ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, η άδεια ανατροφής παιδιού, τα οποία δεν μπορεί να υστερούν σε σύγκριση με τις όποιες υπηρεσιακές ανάγκες.
Εμπλοκή υπάρχει και στο ζήτημα των τηλεφωνικών εφημεριών του θεραπευτικού προσωπικού, καθώς για το Σύλλογο αυτές αποτελούν χρόνο εργασίας που θα πρέπει να αμείβεται είτε μισθολογικά είτε με διευθέτηση ωραρίου, μιας και η Διεύθυνση θεωρεί ότι η αμοιβή που ζητείται από το Σύλλογο είναι μισθολογική παροχή που απαγορεύεται. Η εργασία όμως μέσω τηλεφώνου, η οποία μάλιστα περιορίζει τη δυνατότητα του εργαζόμενου να διαθέσει τον εαυτό του όπως επιθυμεί μετά το ωράριό του, εξακολουθεί να είναι εργασία και άρα οι όροι της πρέπει να ρυθμίζονται συλλογικά.
Για το θέμα της ρύθμισης της προϋπηρεσίας και της αμοιβής των «επιμορφωτών μερικής απασχόλησης» με την αναγωγή της απασχόλησής του με βάση τις 30 ώρες εβδομαδιαίως, όπως οπουδήποτε αλλού υπάρχουν εργαζόμενοι που παρέχουν εκπαιδευτικό έργο, δηλαδή κάνουν μαθήματα, υπάρχει επίσης σταθερή άρνηση στη βάση του ότι το ΚΕΘΕΑ δεν είναι εκπαιδευτικός οργανισμός.
Για όλα τα ζητήματα επίσης, τα οποία εμπεριέχουν χρηματικά ποσά, όπως η ενίσχυση της οικογένειας, των παιδιών των εργαζομένων που σπουδάζουν και οτιδήποτε άλλο εμπίπτει σε αυτή τη συνθήκη, υπάρχει άρνηση, όχι γιατί απαγορεύονται από το νόμο, αλλά γιατί θα πρέπει να εγκριθούν από την κυβέρνηση και μπορεί να κοπούν. Είναι προφανές ότι η πλευρά των εργαζομένων δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί δεν τα συμφωνεί ο Οργανισμός και να αφήσει την κυβέρνηση να τα «κόψει». Δυστοκία υπάρχει επίσης στο να αναλάβει το ΚΕΘΕΑ την υποχρέωση να αναζητήσει τρόπους για την καταβολή στους εργαζόμενους του προβλεπόμενου από το ενιαίο μισθολόγιο επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας.
Γενικότερα, υπάρχει μια τάση από την πλευρά της Διεύθυνσης να αρνείται να «απολέσει» τη διακριτική ευχέρεια να επιλέγει εκείνη για το πώς θα δίνονται παροχές, με την επίκληση των υπηρεσιών αναγκών και μια δυσκολία να συμφωνήσει σε νέες, θεωρώντας πως η αντιμετώπιση του είδους και του φόρτου εργασίας ενός προσωπικού που δεν ανανεώνεται πλέον είναι επαρκής από αυτά που ήδη έχουμε.
Επιπρόσθετα, το σημαντικότερο όλων από την άποψη αρχών και φιλοσοφίας, αρνείται να αποδεχτεί ότι ακόμη και αυτές οι ρυθμίσεις που έχουμε καλύπτουν, ή θα πρέπει να καλύπτουν όλους όσους εργάζονται στο ΚΕΘΕΑ, ανεξαρτήτως είδους σύμβασης. Το περίφημο πεδίο εφαρμογής. Θεωρεί δηλαδή ότι ο αορίστου χρόνου και ο ορισμένου, παρότι εργάζονται ή θα εργάζονται δίπλα δίπλα, στην ίδια θέση και με τις ίδιες υποχρεώσεις, δεν θα πρέπει να έχουν τις ίδιες παροχές, τις ίδιες άδειες, τις ίδιες διευκολύνσεις.
Η θέση του Συλλόγου είναι ότι μια τέτοια αντίληψη δεν μπορεί να είναι αποδεκτή για έναν Οργανισμό δημοσίου συμφέροντος και μάλιστα θεραπευτικό. Τέτοιου είδους οργανισμοί δεν έχουν τίποτα σημαντικότερο από το προσωπικό τους και τις διεργασίες τους και δεν μπορούν να διοικούνται στη λογική του ιδιωτικού τομέα με ευρεία άσκηση εργοδοτικών δικαιωμάτων.
Έχουμε παρακολουθήσει όλοι μας το προηγούμενο διάστημα μια συζήτηση για το τι μπορεί να μας χωρίζει. Συζήτηση άλλοτε νηφάλια και άλλοτε έντονη και συναισθηματική. Επιλογή του Συλλόγου Εργαζομένων είναι να επικεντρωθούμε σε αυτά που μας κρατούν στη ρότα της δημιουργίας ενός οργανισμού δικαιότερου, με περισσότερη διαφάνεια, καλύτερες και δημοκρατικότερες λειτουργίες και διαδικασίες, με φροντίδα για το προσωπικό του και για τα μέλη του.
Θεωρούμε πως μόνο ένας τέτοιος οργανισμός μπορεί να είναι συνεχώς σε επαφή με την κοινωνία και τις ανάγκες των μελών του και να διαθέτει την οργάνωση και τη νηφαλιότητα να προσεγγίσει και τα ζητήματα του μοντέλου και της θεραπείας. Στην παρούσα φάση αυτό οφείλουμε να υπηρετήσουμε ως εργαζόμενοι, επιστήμονες κι επαγγελματίες. Θεραπευτές, ερευνητές εκπαιδευτικοί και διοικητικοί.